- παλλία
- παλλία, name of a contest, Hsch. (Prob. Lat. Palilia.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλλία — παλλία, ἡ (Α) ονομασία αγωνίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. Palilia «γιορτή ρωμαϊκής ποιμενικής θεότητας»] … Dictionary of Greek